- διαμιλλητέον
- διαμιλλ-ητέον,A one must contend, Plu.2.817d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαμιλλητέον — one must contend masc acc sg διαμιλλητέον one must contend neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)